συναινώ — συναινῶ, έω, ΝΜΑ συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, παραδέχομαι («τῶν Καρχηδονίων ὀλίγοι μὲν ἦσαν οἱ συναινοῡντες μὴ παραβαίνειν τὰς ὁμολογίας», Πολ.) αρχ. δίνω, παραχωρώ («δῶρά μοι ξυναίνεσον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰνῶ «συγκατανεύω» (< αἶνος)] … Dictionary of Greek
συναινώ — συναινώ, συναίνεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναινώ — συναίνεσα, συμφωνώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
συνεπινεύω — Α 1. συναινώ επίσης, συγκατανεύω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. παραχωρώ κάτι από κοινού με άλλον 3. (για ρήτορα) κάνω χειρονομίες ανάλογες καθώς εκφωνώ τον λόγο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπινεύω «συναινώ»] … Dictionary of Greek
αξιώνω — (AM ἀξιῶ, όω) [άξιος] 1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ 2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι ||| νεοελλ. μέσ. κατορθώνω αρχ. 1. θεωρώ κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας 2. τιμώ, εκτιμώ 3. αποδίδω τιμή σε κάποιον, τον… … Dictionary of Greek
δικαιώνω — και δικιώνω (AM δικαιῶ, όω Μ και δικαιώνω) [δίκαιος] 1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο 2. δικαιολογώ, υπερασπίζω 3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω 4. απαλλάσσω από κατηγορία 5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες… … Dictionary of Greek
επίφημι — ἐπίφημι (Α) [φημί] συγκατατίθεμαι, συναινώ … Dictionary of Greek
επικατανεύω — ἐπικατανεύω (Μ) συγκατατίθεμαι σε κάτι, συγκατανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατανεύω «συναινώ»] … Dictionary of Greek
ευαρεστώ — (ΑΜ εὐαρεστῶ, έω) [ευάρεστος] 1. είμαι ευάρεστος, προκαλώ ευαρέσκεια, ευχαριστώ, ικανοποιώ κάποιον 2. (μέσ. και παθ.) ευαρεστούμαι είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δοκιμάζω ευχαρίστηση νεοελλ. μέσ. ευαρεστούμαι (για αιτήσεις, αναφορές ή σε… … Dictionary of Greek